- φουρνιά
- η1. όσα χωράει μια φορά ο φούρνος ή όσα κάθε φορά μπαίνουν μαζί σ' αυτόν για ψήσιμο: Μια φουρνιά ψωμιά.2. μτφ., αριθμός ανθρώπων ή όμοιων πραγμάτων ορισμένης κατηγορίας, ομάδα, δόση (πρβλ. καζανιά, βαρκαδιά): Η φετινή φουρνιά των πρωτοετών φοιτητών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.